Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

ΣΙΝΑΡΑΔΕΣ ΕΝΟΡΙΑ

Ενορία Αγ. Νικολάου Σιναράδων

Το χωρίο μας,Σιναράδες Κέρκυρας

1. Οι Σιναράδες βρίσκονται στην περιοχή μέσης Κέρκυρας. Η μέση Κέρκυρα χωρίζεται στην πάνω Μέση που περιλαμβάνει τα χωριά από Πέλεκα μέχρι Άγιο Ματθαίο και την κάτω Μέση η οποία περιλαμβάνει το λιβάδι του “Ρόπα” με τα χωριά που βρίσκονται στην περιφέρειά του.

Το χωριό είναι χτισμένο κοντά στην θάλασσα στις πλαγιές των λόφων. Δεν διακρίνεται όμως από την θάλασσα. Ο πληθυσμός του σήμερα ανέρχεται σε 900 κατοίκους, μολονότι πολλοί κάτοικοι αναγκασμένοι από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης το εγκατέλειψαν κυρίως στην δεκαετία του 1950, βρίσκοντας οικονομικό καταφύγιο στα αστικά κέντρα.

XΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΤΟΙΚΟΙ
1565 -234
1766 -686
1879 - 1.545
1953 - 2.125
1996 -2.000
2015-  1.000
2.ΙΣΤΟΡΙΑ: Το όνομα “Σιναράδες” δόθηκε μετά από πολλές τροποποιήσεις του. Αρχικά ονομάζονταν “ Αξιναράδες” λόγω των πολλών “τσαπαδόρων” (γεωργών), που υπήρχαν στο χωριό γιατί χρησιμοποιούσαν αξίνες ( τσαπιά). Με την πάροδο του χρόνου, απλά και μόνο για καλλίτερη προφορά αλλά και για μεγαλύτερη ομορφιά στην ακουστική, τροποποιήθηκε τελικά στο Σιναράδες που έχουμε μέχρι και σήμερα. Η ιστορία του χωριού αρχίζει από τα Βυζαντινά χρόνια. Τότε ήρθαν από την Νότια Ιταλία, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού. Έζησαν στο χωριό περίπου μια χιλιετηρίδα αλλά το 15ο αιώνα εγκατέλειψαν το χωριό, μετανάστεψαν στις πόλεις και σιγά -σιγά το χωριό ερημώθηκε. Στα μέσα του ίδιου αιώνα κάτοικοι από τον Χάντακα της Κρήτης, ήρθαν στο νησί της Κέρκυρας και κάνοντας έρευνες ανακάλυψαν το ερειπωμένο χωριό. Έτσι έφεραν τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν στο χωριό, ξαναέφεραν την πρόοδο και του έδωσαν την σημερινή του μορφή. (Επώνυμα όπως Βασιλάκης, Δουκάκης και γενικά όσα έχουν την κατάληξη -άκης που φανερώνουν την Κρητική καταγωγή τους, υπάρχουν στο χωριό μας)Οι κάτοικοι των Σιναράδων ασχολούνται τα τελευταία 100 χρόνια (1860-1960) κυρίως με την ελαιοκαλλιέργεια και την αμπελοκαλλιέργεια. Επίσης καλλιεργούσαν πατάτες, καλαμπόκι, σιτάρι και λινάρι. Σποραδικά υπήρχαν και οπωροφόρα δένδρα, όπως αχλαδιές, συκιές, κυδωνιές, μπουρνελιές, αμυγδαλιές κ.α. Παράλληλα ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία που ήταν μάλλον σπιτική και όχι επαγγελματική. Η απασχόληση με τη θάλασσα ήταν πολύ περιορισμένη. Η διαμόρφωση της παραλίας δεν ευνοούσε το ψάρεμα. Εδώ οι κάτοικοι χτυπούσαν τα ψάρια λαθραία με δυναμίτη κι είχαν ψάθινες σχεδίες ( παπυρέλες ) στα ρηχά.

3.ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Ένα από τα χαρακτηριστικά του χωριού μας είναι και η πυκνή δόμηση που την επέβαλαν και λόγοι οικονομικοί αλλά κυρίως ο φόβος των θαλασσινών κουρσάρων (πειρατών).Οι πλακόστρωτοι δρόμοι και τα γραφικά κτίρια δίνουν την εικόνα του παραδοσιακού χωριού. Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ντόπιας αρχιτεκτονικής είναι οι καμπυλωτές κατωγόπορτες, τα “βόλτα” (στοές), οι στέγες με κορνίζες και με κεραμίδια σε χρώμα ώχρα βυζαντινού τύπου, τα πορτόνια με ανάγλυφα μάρμαρα και όμορφα σχέδια, οι εξωτερικές πέτρινες σκάλες που καταλήγουν σε μπόντζο( βεράντα) και συμπαγή πράσινα παραθυρόφυλλα και οι φουγάροι με καμπυλωτή στέγη. Τα ισόγεια σπίτια άλλοτε με κάποιους μικρούς βοηθητικούς χώρους, με τα βίας εξυπηρετούσαν τις άλλοτε πολυμελείς αγροτικές οικογένειες του χωριού.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στην εικόνα που παρουσιάζει το χωριό και στις ασχολίες των κατοίκων. Η ανάπτυξη του τουρισμού αύξησε κατά πολύ τα εισοδήματά τους, όμως άλλαξε το ρυθμό της ζωής τους και επέδρασε αρνητικά στο περιβάλλον, οικιστικό και φυσικό. Παρ’ όλα αυτά οι κάτοικοι των Σιναράδων είναι δεμένοι με τον τόπο τους, κρατούν πολλά από την πολιτιστική τους κληρονομιά και υποδέχονται φιλόξενα τους ξένους που περνούν από τα χωριά τους ή παραθερίζουν σ’ αυτά αποδίδοντας τα πιο καλύτερα συναισθήματα τους. Στο χωριό ξεχωρίζουν οι εκκλησίες με τα όμορφα καμπαναριά τους, με την εσωτερική απλή διακόσμηση και με τις εικόνες αξιόλογων αγιογράφων.Είναι τα κέντρα λατρείας, τέχνης, επικοινωνίας και τόποι προσευχής των κατοίκων. Η κατασκευή τους τοποθετείται στα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι και τα νεότερα χρόνια. Οι εκκλησίες είναι οι εξής: ΄Αγιος Ιωάννης, Παναγία Παντάνασσα & Αγ. Γεωργίου, ΄Αγιος Νικόλαος & Άγ. Σπυρίδων, Εσταυρωμένος & Ζωοδόχου Πηγής, ΄Αγιος Αθανάσιος & Αγ. Μαρίνας, ΄Αγιοι Πάντες & Αγ. Αναστασία Φαρμακολύτρια , Ευαγγελίστρα, Άγιος Θεόκτιστος & Οδηγήτρια, Ταξιαρχών (Μιχαήλ και Γαβριήλ), Υ.Θ.Κυρά-Δικαία και Αποστ. Πέτρου και Παύλου, Υ.Θ. Κασσωπίτρας (Δεχουμένες),

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Εκκλησίες Νοσοκομεία το 1940-'41

Tρεις Εκκλησίες του χωριού μας, του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας και του Εσταυρωμένου, μεταβλήθηκαν, για λίγο διάστημα, προσωρινά έστω, από “Οίκοι του Θεού” σ΄ ένα άλλο είδος Οίκων, μέσα στους οποίους δεν συναθροίζονταν πλέον οι χωριανοί μας για να λειτουργηθούν, αλλά στεγάζονταν οι τραυματισμένοι στρατιώτες μας του Αλβανικού Μετώπου κατά τον πόλεμο του 1940-1941 και που τις ψαλμωδίες και τους ήχους, είχαν αντικαταστήσει οι φωνές του πόνου των τραυματισμένων εκείνων Ηρώων μας και τα παρήγορα λόγια των αδελφών Νοσοκόμων.Οι τρεις αυτές μεγαλύτερες Εκκλησίες του χωριού μας μεταβλήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι επιτακτικές ανάγκες της εποχής εκείνης, ως ελαχίστη προσφορά προς τον Ελληνικό Στρατό που αγωνιζόταν τότε σκληρά στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας για την τιμή και την ελευθερία της Πατρίδας μας, σε νοσοκομειακές αίθουσες νοσηλείας, μέσα στις οποίες στεγάζονταν οι τραυματισμένοι μας φαντάροι που μεταφερόταν εδώ από το μέτωπο.Τα υπάρχοντα τότε νοσοκομεία, της πόλεως και του Αχιλλείου, το οποίο και αυτό τότε είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, δεν επαρκούσαν και έτσι συνεστήθηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό στο χωριό μας κι ένα τρίτο νοσοκομείο, που το μεν χειρουργείο του στεγαζόταν στο ισόγειο της βίλλας του Βασιλάκη, που σήμερα λειτουργεί σαν τουριστικό ξενοδοχείο, τα δεν θεραπευτήριά του μέσα στα οποία γίνονταν η νοσηλεία των χειρουργημένων στρατιωτών, στις τρεις πιο πάνω εκκλησίες μας. Στο νοσοκομείο αυτό του χωριού μας, στέλνονταν κυρίως στρατιώτες μας που είχαν προσβληθεί από κρυοπαγήματα και είχαν ανάγκη χειρουργικών επεμβάσεων, οι οποίες ως τελική κατάληξη είχαν, τις περισσότερες φορές τον ακρωτηριασμό του ενός ή και των δύο άκρων.Όλο το χωριό την περίοδο εκείνη, όπως ήταν φυσικό ζούσε στο κλίμα των ημερών. Οι καθημερινές συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από τον πόλεμο. Τα νέα του μετώπου κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, όπως τα στρατιωτικά αυτοκίνητα με τις χαρακτηριστικές επεμβάσεις στα φανάρια τους για συσκότιση, πηγαινοερχόταν καθημερινά μεταφέροντας τραυματίες και εφόδια.Η μοναδική εκκλησία που επέμεινα στην θρησκευτική λατρεία των χωριανών μας την περίοδο εκείνη, ήταν η μικρή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στον ομώνυμη γειτονιά, όπου εκεί και μόνον τελούνταν όλες οι λειτουργίες με πάνδημη βέβαια τη συμμετοχή και που γι αυτό δεν χωρούσε όλους μέσα και γέμιζε από κόσμο και το προαύλιο.Την ημέρα μόνον των Χριστουγέννων του ΄40 ήχησαν ξανά, ύστερα από πολύ καιρό οι καμπάνες του Αγίου Νικολάου, καλώντας στη Θεία Λειτουργία της ημέρας εκείνης. Όπως ήταν φυσικό οι χωριανοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και κατέκλυσαν την εκκλησία τους.Ήταν όμως μια λειτουργία που τελέστηκε σ΄ ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό, με τις σειρές των κρεβατιών ανάμεσα σε τρία επίπεδα που πολλές φορές εμπόδιζαν τη θέα προς τα εικονίσματα και τους τραυματισμένους στρατιώτες μας πάνω σ΄ αυτά καθιστούς ή ξαπλωμένους, να εισπράττουν την ανταπόκριση της ευγνωμοσύνης μας με τα πονεμένα αλλά και περήφανα βλέμματά τους.
Εκεί μέσα την ημέρα εκείνη το “Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…”, έπαιρνε ένα ξεχωριστό νόημα, που σημάδευε κατ΄ ευθείαν το νου και την καρδιά και γεννούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα που ο χρόνος μέχρι και σήμερα δεν τα έχει σβήσει.Όπως δεν έχει σβήσει και τις σεβάσμιες μορφές των ταπεινών ιερωμένων της εποχής εκείνης που διακονούσαν με τον καλύτερο τρόπο το λειτούργημά τους.Του παπα- Γαρδέλη ιδιαίτερα προβάλει στη μνήμη μας η μορφή με το φωτοστέφανο της πατριδολατρίας και της γενναιότητας. Ήταν αυτός που αργότερα, εκφράζοντας το κοινό αίσθημα, τολμούσε, διακινδυνεύοντας στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, παρά την έντονη παρουσία του εχθρού παντού, να δέεται με όλο το παλμό της γέρικης φωνής του, στην πιο κορυφαία συνάθροιση της εποχής εκείνης, στην “Παράκληση- δέηση” που γίνεται στον Εσταυρωμένο κατά την Λιτανεία της Δεύτερης μέρας του Πάσχα και “Υπέρ της απελευθερώσεως του ευσεβούς ημών έθνους” και γέμιζαν τα μάτια και οι καρδιές ελπίδα..